πουγγί

πουγγί
το / πουγγίον και πουγγίν, ΝΜ
1. είδος πορτοφολιού, σακούλι («και τον πατριάρχην χάριν δέκα πουγγία απέστειλε», Καισάρ.)
2. συνεκδ. χρηματικό απόθεμα, κομπόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πουγγίον, υποκορ. τού πούγγα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδειοπούγγης — ο 1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος 2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + πουγγί] …   Dictionary of Greek

  • αποκόμβιον — ἀποκόμβιον κ. κόμπιον, το (Μ) 1. βαλάντιο, πουγγί 2. εκκλ. προσφορά (δινόταν μέσα σε μεταξωτό σακούλι που λεγόταν κομβίον). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + κομβίον < κόμβος «το πουγγί»] …   Dictionary of Greek

  • μάνδιξ — μάνδιξ, ικος (Α) σακούλι, πουγγί· [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mantica «πουγγί»] …   Dictionary of Greek

  • μπούρσα — και μπόρσα και μπρούσα, η (Μ μπόρσα) νεοελλ. 1. το χρηματοφυλάκιο 2. το χρηματιστήριο μσν. 1. πουγγί 2. σακούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. borsa «πουγγί»] …   Dictionary of Greek

  • ένδεσμος — ο (AM ἔνδεσμος) ξύλινος ή μεταλλικός σκελετός για τη σύνδεση και στερέωση τών επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής, τοίχου, εκμαγείου κ.λπ. νεοελλ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τη στήριξη ή σύνδεση τού κύριου μέρους εργαλείου, μηχανήματος ή σκεύους… …   Dictionary of Greek

  • ακριβοκόπος — ο 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. παροιμ. «Τ’ ακριβοκόπου το πουγγί σε χαροκόπου χέρια» (για σπάταλο που κληρονομάει περιουσία από τσιγγούνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κόπος*] …   Dictionary of Greek

  • βαλάντιο — I Σακουλάκι από ύφασμα, δέρμα ή άλλο υλικό, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα για τη φύλαξη χρημάτων. Επειδή τα αρχαία β. κατασκευάζονταν από υλικά που φθείρονταν εύκολα, δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα. Έχουμε όμως μια πλήρη εικόνα… …   Dictionary of Greek

  • βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καφτουργάς — ο σακούλι, πουγγί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τουρκ. qupturğa] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”